top of page

Βούτυρο vs Yγιεινών λιπαρών :

Ποιος (τελικά) ο ρόλος τους σε καρδιοπάθεια, πρόωρο θάνατο και απώλεια βάρους
 

Η «κόντρα» ανάμεσα σε καλά και κακά λιπαρά φαίνεται πως καλά κρατεί, αφού, παρά τα πρόσφατα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση PLoS One και υπέδειξαν ότι η κατανάλωση βουτύρου σχετίζεται ελάχιστα με την πρόωρη θνησιμότητα και καθόλου με την καρδιοπάθεια ή το εγκεφαλικό, μια άλλη έρευνα, αυτή τη φορά στην επιθεώρηση JAMA Internal Medicine, έρχεται και πάλι να υπογραμμίσει ότι τα ακόρεστα λιπαρά είναι ευεργετικά για την υγεία, σε αντίθεση με τα κορεσμένα και τα τρανς λιπαρά, τα οποία συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.

 

Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, της πιο ολοκληρωμένης μέχρι σήμερα για την επίδραση των λιπαρών στην ανθρώπινη υγεία, ερευνητές από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον καθηγητή διατροφής και επιδημιολογίας Φρανκ Χου, εξέτασαν τις διατροφικές συνήθειες περίπου 126.000 ανθρώπων που είχαν συμμετάσχει σε δύο εκτενείς μελέτες και παρακολουθήθηκαν για διάστημα έως και 32 ετών. Οι ερευνητές κατέγραψαν τα είδη λιπαρών που κατανάλωναν οι συμμετέχοντες και στη συνέχεια συνέκριναν τα στοιχεία με τους δείκτες θνησιμότητας.

 

Οι αναλύσεις υπέδειξαν ότι η κατανάλωση ακόρεστων λιπαρών (πολυακόρεστα και μονοακόρεστα λίπη, κυρίως φυτικής προέλευσης, όπως ελαιόλαδο ή σογιέλαιο) συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο θανάτου, ενώ αντίθετα η μεγάλη κατανάλωση κορεσμένων και τρανς λιπαρών (κυρίως ζωικής προέλευσης, όπως λίπος κόκκινου κρέατος ή βούτυρο) συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.

Τα τρανς λιπαρά φάνηκε να έχουν το σοβαρότερο αντίκτυπο στην υγεία σε σύγκριση με άλλα είδη λιπαρών, αφού μια αύξηση στην κατανάλωσή τους κατά 2% συσχετίστηκε με 16% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου. Όσον αφορά τα κορεσμένα λιπαρά, μια αύξησή τους κατά 5% στη διατροφή συσχετίστηκε με αύξηση 8% του κινδύνου θανάτου.

Αντιθέτως, η αυξημένη κατανάλωση πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπαρών συσχετίστηκε με μείωση της θνησιμότητας κατά 11% έως 19%. Από τα πολυακόρεστα λιπαρά, τόσο τα Ω-6 όσο και τα Ω-3 λιπαρά οξέα, τα οποία βρίσκονται κυρίως στα ψάρια, είχαν προστατευτική δράση.

Τα νέα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι αυτό που πρωτίστως έχει σημασία για την υγεία δεν είναι η συνολική ποσότητα των λιπαρών που καταναλώνει κάποιος αλλά το είδος τους.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών, ιδίως από πολυακόρεστα λίπη, έχει σημαντικά οφέλη, καθώς μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία (καρδιά, καρκίνο, νευροεκφυλιστικές παθήσεις, αναπνευστικές). Η αντικατάσταση μόνο του 5% των θερμίδων από κορεσμένα λίπη (περίπου 15 γραμμάρια), με την ίδια ποσότητα από πολυακόρεστα λίπη, συσχετίζεται με 27% μειωμένο κίνδυνο θανάτου.

Ειδικά για τις καρδιαγγειακές παθήσεις, η μείωση του κινδύνου συνδέεται με το ότι τα αυξημένα πολυακόρεστα λιπαρά –όταν υιοθετούνται στη διατροφή στη θέση των κορεσμένων και των τρανς λιπαρών– μειώνουν το επίπεδο τόσο της ολικής όσο και της «κακής» χοληστερόλης (LDL). Όσοι αντικαθιστούν τα κορεσμένα λίπη με υδατάνθρακες, έχουν οριακό μόνο όφελος από πλευράς θνησιμότητας.

 

Αλλά κ όσον αφορά το ρόλο των λιπαρών στην εκδήλωση παχυσαρκίας  τα αποτελέσματα νέας έρευνας έρχονται για ακόμα μια φορά να μας εκπλήξουν.

Σύμφωνα λοπόν με μια νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην έγκριτη επιθεώρηση Lancet Diabetes & Endocrinology, μια δίαιτα με αρκετές θερμίδες και ταυτόχρονα πλούσια σε υγιεινά λιπαρά οδηγεί σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους συγκριτικά με μια δίαιτα με αυστηρό περιορισμό θερμίδων.

Στο πλαίσιο της μελέτης, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης παρακολούθησαν σχεδόν 7.500 άντρες και γυναίκες από την Ισπανία για διάστημα πέντε ετών. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και καθεμιά από αυτές ακολούθησε διαφορετικό διατροφικό πρόγραμμα. Να σημειωθεί πως οι συμμετέχοντες είτε έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 είτε διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας.

Η μία ομάδα συμμετεχόντων ακολούθησε την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή με έμφαση στην κατανάλωση ελαιόλαδου, η δεύτερη ομάδα ακολούθησε ένα παρόμοιο διατροφικό πλάνο με έμφαση στους ξηρούς καρπούς, ενώ η τρίτη ομάδα ακολούθησε μια πιο αυστηρή δίαιτα με εξαιρετικά περιορισμένη πρόσληψη κάθε είδους λιπαρών.

Μετά το πέρας της πενταετίας, διαπιστώθηκε ότι όλοι οι συμμετέχοντες έχασαν βάρος, όμως τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα στην ομάδα του ελαιόλαδου. Συγκεκριμένα, η ομάδα του ελαιόλαδου έχασε 0,88 κιλά, η ομάδα των ξηρών καρπών 0,40 κιλά και η ομάδα των χαμηλών λιπαρών 0,60 κιλά.

Ένα αξιοσημείωτο εύρημα των ερευνητών ήταν ότι η δραστική μείωση της πρόσληψης λιπαρών ήταν η λιγότερο αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπιση του λίπους στην κοιλιά. Η περίμετρος της μέσης των συμμετεχόντων αυξήθηκε κατά 1,2 εκατοστά στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών, ενώ για την ομάδα του ελαιόλαδου και την ομάδα των ξηρών καρπών οι τιμές ήταν 0,85 και 0,37 εκατοστά αντίστοιχα.

Ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ Ramon Estruch, επισημαίνει πως οι πολιτικές που ακολουθούνται τα τελευταία 40 χρόνια, οι οποίες υποστηρίζουν τη μείωση της πρόσληψης λιπαρών, φαίνεται να μην φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι δείκτες παχυσαρκίας συνεχίζουν να αυξάνονται. «Η μελέτη μας δείχνει ότι η μεσογειακή διατροφή, πλούσια σε φυτικά λίπη όπως αυτά του ελαιόλαδου και των ξηρών καρπών, δεν επηρεάζει σημαντικά το σωματικό βάρος ή την περίμετρο της μέσης σε σύγκριση με μια διατροφή με λίγα λιπαρά. Η μεσογειακή διατροφή είναι γνωστό πως έχει οφέλη για την υγεία και περιλαμβάνει υγιεινά λίπη, όπως φυτικά έλαια, ψάρια και ξηρούς καρπούς».


 

Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι «υπάρχει ευρεία σύγχυση στη βιοϊατρική κοινότητα και στο ευρύ κοινό τα τελευταία χρόνια σχετικά με τις συνέπειες για την υγεία ορισμένων μορφών λιπαρών στη διατροφή». Επέμειναν, ωστόσο, ότι η νέες μελέτες "απενοχοποιούν" μερικώς το βούτυρο και επιβεβαιώνουν  τα σημαντικά οφέλη των ακόρεστων λιπαρών, ιδίως όταν αυτά αντικαθιστούν τα κορεσμένα και τα τρανς λιπαρά.

bottom of page